- ποτίσματα
- πότισμαdraughtneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… … Dictionary of Greek
χλωρόφυτο — (χλωρόφυτο το εύκομο). Ριζωματώδης πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλωπιστικό φυτό με άφθονα φύλλα, επιμήκη, λογχοειδή, με καμπυλωτή κρεμαστή διαμόρφωση, ανοιχτοπράσινα, που διατρέχονται από λευκοκίτρινες λωρίδες … Dictionary of Greek
βαλσαμίνα — Φυτό ποώδες, ετήσιο, διακοσμητικό, με εντυπωσιακή και μακρόχρονη ανθοφορία, της οικογένειας των βαλσαμινιδών, στην οποία περιλαμβάνονται περίπου 400 είδη. Η επιστημονική του ονομασία είναι impatiens balsamine. Έχει πολλά κλαδιά και λογχοειδή,… … Dictionary of Greek
βεγόνια — (begonia). Γένος πολυετών ή μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των βεγονιδών που περιλαμβάνει περίπου 360 είδη, κυρίως τροπικά, τα οποία καλλιεργούνται σε άλλες περιοχές ως καλλωπιστικά. Ονομάζεται και μπιγόνια. Οι πόες αυτές είναι… … Dictionary of Greek
αλιγόστευτος — η, ο αυτός που δε λιγόστεψε ή δεν μπορεί να λιγοστέψει: Με όλα τα ποτίσματα το νερό του πηγαδιού ήταν αλιγόστευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)